- μεταπρεπής
- μετα-πρεπής, ές (πρέπω): conspicuous among, τισίν, Il. 18.370†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
μεταπρεπής — μεταπρεπής, ές (Α) αυτός που διαπρέπει μεταξύ άλλων, διακεκριμένος, ξεχωριστός («ἄφθιτον ἀστερόεντα, μεταπρεπέ ἀθανάτοισιν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο πρεπής, δια πρεπής] … Dictionary of Greek
μεταπρεπέα — μεταπρεπής distinguished among neut nom/voc/acc pl (epic ionic) μεταπρεπής distinguished among masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταπρεπέ' — μεταπρεπέα , μεταπρεπής distinguished among neut nom/voc/acc pl (epic ionic) μεταπρεπέα , μεταπρεπής distinguished among masc/fem acc sg (epic ionic) μεταπρεπέϊ , μεταπρεπής distinguished among dat sg (epic) μεταπρεπέε , μεταπρεπής distinguished… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)